γιαβρί

γιαβρί
το
(λ. τουρκ.), προσφώνηση που αναφέρεται σε κάποιον πολύ αγαπητό: Μου έλειψες, γιαβρί μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιαβρής — ο και γιαβρί, το 1. (κυρίως) νεογνό ζώου ή πτηνού 2. (μτφ. για ανθρώπους) αγαπημένος, τρυφερός 3. φρ. «γιαβρούμ!» (ως προσφώνηση στοργής) γιαβρί μου, αγάπη μου, μωρό μου!. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavru] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”